- ὀλλυνέομαι
- ὀλλυνέομαι, im Sterben liegen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολλυνέομαι — ὀλλυνέομαι (Α) είμαι κοντά στον θάνατο («ἐπὶ γὰρ τοῑσι πλείστοισι οὔτε ὀλλυνέονται οὔτε ὀρρωδέουσι θάνατον», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού όλλυμι] … Dictionary of Greek